ζαφειρένιος, -ια, -ιο

ζαφειρένιος, -ια, -ιο
αυτός που έχει το χρώμα του ζαφειριού: Ζαφειρένια θάλασσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζαφειρένιος — ένια, ένιο (Μ ζαφειρένιος, ένια, ένιο) 1. ο στολισμένος με ζαφείρια 2. αυτός που μοιάζει με ζαφείρι ή έχει το χρώμα τού ζαφειριού («ζαφειρένιος ουρανός», Καρκβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαφείρι + κατάλ. ενιος (πρβλ. ασημ ένιος, χρυσαφ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • -ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”